προσποιώ — έω, Α βλ. προσποιούμαι … Dictionary of Greek
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek
ποτιποιώ — έω, Α (δωρ. τ.) προσποιῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + ποιῶ] … Dictionary of Greek
προσποιούμαι — προσποιοῡμαι, έομαι, ΝΑ, και ενεργ. τ. προσποιῶ, έω, Α καμώνομαι, κάνω ότι..., προσπαθώ να φανώ διαφορετικός από ό,τι είμαι, υποκρίνομαι (α. «προσποιείται ότι δουλεύει εντατικά» β. «προσποιούμενος τὸν ἡδόμενον», Φίλ.) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.)… … Dictionary of Greek